- στοιχειολογία
- η, Ντμήμα τής λογικής που εξετάζει τα στοιχεία και τις αρχές τής ορθής νόησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek